ταραντούλα

ταραντούλα
η, Ν
ζωολ.)
1. κοινή ονομασία τής λυκόζης, χοντρόσωμης αράχνης που ανήκει στο είδος Lycosa tarentula τής οικογένειας lycosidae
2. μεγαλόσωμη αράχνη τής οικογένειας theraphosidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσο λατ. tarantula < αρχ. ιταλ. tarantola, από τον Τάραντα τής Ιταλίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταραντουλισμός — και ταραντισμός, ο, Ν ψυχοκινητική υστερική κρίση για την οποία παλαιότερα υπήρχε η αντίληψη ότι οφείλεται σε δάγκωμα τής αράχνης ταραντούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταραντούλα + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • ταραντέλα — Ιταλικός λαϊκός χορός. Ονομάστηκε έτσι από την πόλη Τάραντα. Το μουσικό του μέτρο είναι 6/8, 3/8 με τη χαρακτηριστική αδιάκοπη χρήση τρίηχων. Ο ρυθμός είναι γοργός. Συνοδεύεται από κιθάρες, ντέφι, καστανιέτες και κάποτε και από τραγούδι. Στον… …   Dictionary of Greek

  • αράχνες — Αρθρόποδα που αποτελούν τη μεγαλύτερη τάξη της ομοταξίας των αραχνιδίων. Το σώμα τους αποτελείται κατά κανόνα από δύο μέρη, χωρίς αρθρώσεις, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με έναν λεπτό μίσχο: το μπροστινό μέρος, που αποκαλείται πρόσωμα… …   Dictionary of Greek

  • ταραντούλες — Γένος αραχνοειδών της οικογένειας των φρυνιδών. Bλ. λ. Αραχνίδες. Ταραντούλα (Lycosa tarentula) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”