- ταραντούλα
- η, Νζωολ.)1. κοινή ονομασία τής λυκόζης, χοντρόσωμης αράχνης που ανήκει στο είδος Lycosa tarentula τής οικογένειας lycosidae2. μεγαλόσωμη αράχνη τής οικογένειας theraphosidae.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσο λατ. tarantula < αρχ. ιταλ. tarantola, από τον Τάραντα τής Ιταλίας].
Dictionary of Greek. 2013.